Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάσαρον
Λασθένης
λάσθη
λασιαύχην
λασιόθριξ
λασιόκνημος
λασιόκωφος
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
λάσκω
Λᾶσος
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
View word page
λάσιος
hairy, rough, shaggy; bushy, overgrown

ShortDef

hairy, rough, shaggy; bushy, overgrown

Debugging

Headword:
λάσιος
Headword (normalized):
λάσιος
Headword (normalized/stripped):
λασιος
IDX:
52194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52195
Key:

Data

{'content': 'hairy, rough, shaggy; bushy, overgrown'}