Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λᾶς
λάσανα
λάσαρον
Λασθένης
λάσθη
λασιαύχην
λασιόθριξ
λασιόκνημος
λασιόκωφος
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
λάσκω
Λᾶσος
View word page
λάσιον
a rough cloth

ShortDef

a rough cloth

Debugging

Headword:
λάσιον
Headword (normalized):
λάσιον
Headword (normalized/stripped):
λασιον
IDX:
52192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52193
Key:

Data

{'content': 'a rough cloth'}