Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λαρώνιος
Λᾶς
λάσανα
λάσαρον
Λασθένης
λάσθη
λασιαύχην
λασιόθριξ
λασιόκνημος
λασιόκωφος
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
λάσκω
View word page
λασιόμαλον
peach

ShortDef

peach

Debugging

Headword:
λασιόμαλον
Headword (normalized):
λασιόμαλον
Headword (normalized/stripped):
λασιομαλον
IDX:
52191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52192
Key:

Data

{'content': 'peach'}