Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαρύνω
Λαρώνιος
Λᾶς
λάσανα
λάσαρον
Λασθένης
λάσθη
λασιαύχην
λασιόθριξ
λασιόκνημος
λασιόκωφος
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
View word page
λασιόκωφος
deaf from hair growing in the ears
ShortDef
deaf from hair growing in the ears
Debugging
Headword:
λασιόκωφος
Headword (normalized):
λασιόκωφος
Headword (normalized/stripped):
λασιοκωφος
IDX:
52190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52191
Key:
Data
{'content': 'deaf from hair growing in the ears'}