Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λάρτιος
λαρυγγίζω
λαρυγγικός
λαρυγγισμός
λαρυγγοτομέω
λαρυγγόφωνος
λάρυγξ
λαρύνω
Λαρώνιος
Λᾶς
λάσανα
λάσαρον
Λασθένης
λάσθη
λασιαύχην
λασιόθριξ
λασιόκνημος
λασιόκωφος
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
View word page
λάσανα
a trivet

ShortDef

a trivet

Debugging

Headword:
λάσανα
Headword (normalized):
λάσανα
Headword (normalized/stripped):
λασανα
IDX:
52183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52184
Key:

Data

{'content': 'a trivet'}