Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαροειδής
λάρος
λαρός
Λάρτιος
λαρυγγίζω
λαρυγγικός
λαρυγγισμός
λαρυγγοτομέω
λαρυγγόφωνος
λάρυγξ
λαρύνω
Λαρώνιος
Λᾶς
λάσανα
λάσαρον
Λασθένης
λάσθη
λασιαύχην
λασιόθριξ
λασιόκνημος
λασιόκωφος
View word page
λαρύνω
coo
ShortDef
coo
Debugging
Headword:
λαρύνω
Headword (normalized):
λαρύνω
Headword (normalized/stripped):
λαρυνω
IDX:
52180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52181
Key:
Data
{'content': 'coo'}