Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάρναξ
λαροειδής
λάρος
λαρός
Λάρτιος
λαρυγγίζω
λαρυγγικός
λαρυγγισμός
λαρυγγοτομέω
λαρυγγόφωνος
λάρυγξ
λαρύνω
Λαρώνιος
Λᾶς
λάσανα
λάσαρον
Λασθένης
λάσθη
λασιαύχην
λασιόθριξ
λασιόκνημος
View word page
λάρυγξ
the larynx
ShortDef
the larynx
Debugging
Headword:
λάρυγξ
Headword (normalized):
λάρυγξ
Headword (normalized/stripped):
λαρυγξ
IDX:
52179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52180
Key:
Data
{'content': 'the larynx'}