Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαρνακόγυιος
λαρνακοφθόρος
λάρναξ
λαροειδής
λάρος
λαρός
Λάρτιος
λαρυγγίζω
λαρυγγικός
λαρυγγισμός
λαρυγγοτομέω
λαρυγγόφωνος
λάρυγξ
λαρύνω
Λαρώνιος
Λᾶς
λάσανα
λάσαρον
Λασθένης
λάσθη
λασιαύχην
View word page
λαρυγγοτομέω
cut open the windpipe

ShortDef

cut open the windpipe

Debugging

Headword:
λαρυγγοτομέω
Headword (normalized):
λαρυγγοτομέω
Headword (normalized/stripped):
λαρυγγοτομεω
IDX:
52177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52178
Key:

Data

{'content': 'cut open the windpipe'}