Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαρκίδιον
λάρκος
λαρκοφορέω
λαρνακόγυιος
λαρνακοφθόρος
λάρναξ
λαροειδής
λάρος
λαρός
Λάρτιος
λαρυγγίζω
λαρυγγικός
λαρυγγισμός
λαρυγγοτομέω
λαρυγγόφωνος
λάρυγξ
λαρύνω
Λαρώνιος
Λᾶς
λάσανα
λάσαρον
View word page
λαρυγγίζω
to shout lustily, bellow, bawl

ShortDef

to shout lustily, bellow, bawl

Debugging

Headword:
λαρυγγίζω
Headword (normalized):
λαρυγγίζω
Headword (normalized/stripped):
λαρυγγιζω
IDX:
52174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52175
Key:

Data

{'content': 'to shout lustily, bellow, bawl'}