Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαρκαγωγός
λαρκίδιον
λάρκος
λαρκοφορέω
λαρνακόγυιος
λαρνακοφθόρος
λάρναξ
λαροειδής
λάρος
λαρός
Λάρτιος
λαρυγγίζω
λαρυγγικός
λαρυγγισμός
λαρυγγοτομέω
λαρυγγόφωνος
λάρυγξ
λαρύνω
Λαρώνιος
Λᾶς
λάσανα
View word page
Λάρτιος
pr.n.
ShortDef
pr.n.
Debugging
Headword:
Λάρτιος
Headword (normalized):
λάρτιος
Headword (normalized/stripped):
λαρτιος
IDX:
52173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52174
Key:
Data
{'content': 'pr.n.'}