Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λαρίσιος
λαρκαγωγός
λαρκίδιον
λάρκος
λαρκοφορέω
λαρνακόγυιος
λαρνακοφθόρος
λάρναξ
λαροειδής
λάρος
λαρός
Λάρτιος
λαρυγγίζω
λαρυγγικός
λαρυγγισμός
λαρυγγοτομέω
λαρυγγόφωνος
λάρυγξ
λαρύνω
Λαρώνιος
Λᾶς
View word page
λαρός
pleasant to the taste, dainty, sweet
ShortDef
pleasant to the taste, dainty, sweet
Debugging
Headword:
λαρός
Headword (normalized):
λαρός
Headword (normalized/stripped):
λαρος
IDX:
52172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52173
Key:
Data
{'content': 'pleasant to the taste, dainty, sweet'}