Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαρινός
λάρινος
λάριξ
Λάριος
Λάρισα
Λαρισαῖος
Λαρίσιος
λαρκαγωγός
λαρκίδιον
λάρκος
λαρκοφορέω
λαρνακόγυιος
λαρνακοφθόρος
λάρναξ
λαροειδής
λάρος
λαρός
Λάρτιος
λαρυγγίζω
λαρυγγικός
λαρυγγισμός
View word page
λαρκοφορέω
carry a λάρκος

ShortDef

carry a λάρκος

Debugging

Headword:
λαρκοφορέω
Headword (normalized):
λαρκοφορέω
Headword (normalized/stripped):
λαρκοφορεω
IDX:
52166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52167
Key:

Data

{'content': 'carry a λάρκος'}