Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάπισμα
λαπιστής
λάππειν
λαπτικός
λάπτω
λαρδηγός
λάρδος
λάριμνον
λαρινός
λάρινος
λάριξ
Λάριος
Λάρισα
Λαρισαῖος
Λαρίσιος
λαρκαγωγός
λαρκίδιον
λάρκος
λαρκοφορέω
λαρνακόγυιος
λαρνακοφθόρος
View word page
λάριξ
larch, Larix europaea

ShortDef

larch, Larix europaea

Debugging

Headword:
λάριξ
Headword (normalized):
λάριξ
Headword (normalized/stripped):
λαριξ
IDX:
52158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52159
Key:

Data

{'content': 'larch, Larix europaea'}