Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λαπίθαι
Λαπίθης
Λάπιθος
λάπισμα
λαπιστής
λάππειν
λαπτικός
λάπτω
λαρδηγός
λάρδος
λάριμνον
λαρινός
λάρινος
λάριξ
Λάριος
Λάρισα
Λαρισαῖος
Λαρίσιος
λαρκαγωγός
λαρκίδιον
λάρκος
View word page
λάριμνον
frankincense
ShortDef
frankincense
Debugging
Headword:
λάριμνον
Headword (normalized):
λάριμνον
Headword (normalized/stripped):
λαριμνον
IDX:
52155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52156
Key:
Data
{'content': 'frankincense'}