Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαπίζω
Λαπίθαι
Λαπίθης
Λάπιθος
λάπισμα
λαπιστής
λάππειν
λαπτικός
λάπτω
λαρδηγός
λάρδος
λάριμνον
λαρινός
λάρινος
λάριξ
Λάριος
Λάρισα
Λαρισαῖος
Λαρίσιος
λαρκαγωγός
λαρκίδιον
View word page
λάρδος
salted meat

ShortDef

salted meat

Debugging

Headword:
λάρδος
Headword (normalized):
λάρδος
Headword (normalized/stripped):
λαρδος
IDX:
52154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52155
Key:

Data

{'content': 'salted meat'}