Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάπη
Λάπηθος
λαπίζω
Λαπίθαι
Λαπίθης
Λάπιθος
λάπισμα
λαπιστής
λάππειν
λαπτικός
λάπτω
λαρδηγός
λάρδος
λάριμνον
λαρινός
λάρινος
λάριξ
Λάριος
Λάρισα
Λαρισαῖος
Λαρίσιος
View word page
λάπτω
to lap with the tongue

ShortDef

to lap with the tongue

Debugging

Headword:
λάπτω
Headword (normalized):
λάπτω
Headword (normalized/stripped):
λαπτω
IDX:
52152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52153
Key:

Data

{'content': 'to lap with the tongue'}