Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαπάρη
λαπαρός
λαπαρότης
λαπάσσω
λάπη
Λάπηθος
λαπίζω
Λαπίθαι
Λαπίθης
Λάπιθος
λάπισμα
λαπιστής
λάππειν
λαπτικός
λάπτω
λαρδηγός
λάρδος
λάριμνον
λαρινός
λάρινος
λάριξ
View word page
λάπισμα
swaggering, boasting

ShortDef

swaggering, boasting

Debugging

Headword:
λάπισμα
Headword (normalized):
λάπισμα
Headword (normalized/stripped):
λαπισμα
IDX:
52148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52149
Key:

Data

{'content': 'swaggering, boasting'}