Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λάπαγμα
λαπαθοειδής
λάπαθον
λαπακτικός
λάπαξις
λαπάρα
λαπάρη
λαπαρός
λαπαρότης
λαπάσσω
λάπη
Λάπηθος
λαπίζω
Λαπίθαι
Λαπίθης
Λάπιθος
View word page
λαπάρα
the soft part of the body

ShortDef

the soft part of the body

Debugging

Headword:
λαπάρα
Headword (normalized):
λαπάρα
Headword (normalized/stripped):
λαπαρα
IDX:
52137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52138
Key:

Data

{'content': 'the soft part of the body'}