Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαοτομέω
λαοτόμος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λάπαγμα
λαπαθοειδής
λάπαθον
λαπακτικός
λάπαξις
λαπάρα
λαπάρη
λαπαρός
λαπαρότης
λαπάσσω
λάπη
Λάπηθος
λαπίζω
Λαπίθαι
View word page
λαπακτικός
laxative
ShortDef
laxative
Debugging
Headword:
λαπακτικός
Headword (normalized):
λαπακτικός
Headword (normalized/stripped):
λαπακτικος
IDX:
52135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52136
Key:
Data
{'content': 'laxative'}