Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαοτίνακτος
λαοτομέω
λαοτόμος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λάπαγμα
λαπαθοειδής
λάπαθον
λαπακτικός
λάπαξις
λαπάρα
λαπάρη
λαπαρός
λαπαρότης
λαπάσσω
λάπη
Λάπηθος
λαπίζω
View word page
λάπαθον
monk's rhubarb, Rumex Patientia
ShortDef
monk's rhubarb, Rumex Patientia
Debugging
Headword:
λάπαθον
Headword (normalized):
λάπαθον
Headword (normalized/stripped):
λαπαθον
IDX:
52134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52135
Key:
Data
{'content': "monk's rhubarb, Rumex Patientia"}