Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτομέω
λαοτόμος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λάπαγμα
λαπαθοειδής
λάπαθον
λαπακτικός
λάπαξις
λαπάρα
λαπάρη
λαπαρός
λαπαρότης
λαπάσσω
λάπη
View word page
λάπαγμα
evacuation

ShortDef

evacuation

Debugging

Headword:
λάπαγμα
Headword (normalized):
λάπαγμα
Headword (normalized/stripped):
λαπαγμα
IDX:
52132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52133
Key:

Data

{'content': 'evacuation'}