Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαός
λαοσεβής
λαοσόος
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτομέω
λαοτόμος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λάπαγμα
λαπαθοειδής
λάπαθον
λαπακτικός
λάπαξις
λαπάρα
λαπάρη
λαπαρός
View word page
λαοφθόρος
ruining the people, destructive

ShortDef

ruining the people, destructive

Debugging

Headword:
λαοφθόρος
Headword (normalized):
λαοφθόρος
Headword (normalized/stripped):
λαοφθορος
IDX:
52129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52130
Key:

Data

{'content': 'ruining the people, destructive'}