Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμφιπέλομαι
ἀμφιπένομαι
ἀμφιπεριΐσταμαι
ἀμφιπερικτίονες
ἀμφιπέριξ
ἀμφιπεριπλάσσω
ἀμφιπεριπλέγδην
ἀμφιπεριπλέκομαι
ἀμφιπεριπτώσσω
ἀμφιπερισκαίρω
ἀμφιπεριστείνομαι
ἀμφιπεριστέφομαι
ἀμφιπεριστρωφάω
ἀμφιπερισφίγγω
ἀμφιπεριτρομέω
ἀμφιπεριτρύζω
ἀμφιπεριφθινύθω
ἀμφιπεριφρίσσω
ἀμφιπετάννυμι
ἀμφιπέτομαι
ἀμφιπήγνυμαι
View word page
ἀμφιπεριστείνομαι
to be pressed, crowded on all sides
ShortDef
to be pressed, crowded on all sides
Debugging
Headword:
ἀμφιπεριστείνομαι
Headword (normalized):
ἀμφιπεριστείνομαι
Headword (normalized/stripped):
αμφιπεριστεινομαι
IDX:
5212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5213
Key:
Data
{'content': 'to be pressed, crowded on all sides'}