Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λᾶος
λαός
λαοσεβής
λαοσόος
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτομέω
λαοτόμος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λάπαγμα
λαπαθοειδής
λάπαθον
λαπακτικός
λάπαξις
λαπάρα
λαπάρη
View word page
λαοτύπος
cutting stones

ShortDef

cutting stones

Debugging

Headword:
λαοτύπος
Headword (normalized):
λαοτύπος
Headword (normalized/stripped):
λαοτυπος
IDX:
52128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52129
Key:

Data

{'content': 'cutting stones'}