Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαοπόρος
λᾶος
λαός
λαοσεβής
λαοσόος
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτομέω
λαοτόμος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λάπαγμα
λαπαθοειδής
λάπαθον
λαπακτικός
λάπαξις
λαπάρα
View word page
λαοτρόφος
nourishing or tending the people

ShortDef

nourishing or tending the people

Debugging

Headword:
λαοτρόφος
Headword (normalized):
λαοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
λαοτροφος
IDX:
52127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52128
Key:

Data

{'content': 'nourishing or tending the people'}