Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαοπλάνος
λαοπόρος
λᾶος
λαός
λαοσεβής
λαοσόος
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτομέω
λαοτόμος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λάπαγμα
λαπαθοειδής
λάπαθον
λαπακτικός
λάπαξις
View word page
λαοτόμος
stone-cutting
ShortDef
stone-cutting
Debugging
Headword:
λαοτόμος
Headword (normalized):
λαοτόμος
Headword (normalized/stripped):
λαοτομος
IDX:
52126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52127
Key:
Data
{'content': 'stone-cutting'}