Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαοπαθής
λαοπλάνος
λαοπόρος
λᾶος
λαός
λαοσεβής
λαοσόος
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτομέω
λαοτόμος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λάπαγμα
λαπαθοειδής
λάπαθον
λαπακτικός
View word page
λαοτομέω
hew stone

ShortDef

hew stone

Debugging

Headword:
λαοτομέω
Headword (normalized):
λαοτομέω
Headword (normalized/stripped):
λαοτομεω
IDX:
52125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52126
Key:

Data

{'content': 'hew stone'}