Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαοξόος
λαοπαθής
λαοπλάνος
λαοπόρος
λᾶος
λαός
λαοσεβής
λαοσόος
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτομέω
λαοτόμος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λάπαγμα
λαπαθοειδής
λάπαθον
View word page
λαοτίνακτος
stirred by a stone

ShortDef

stirred by a stone

Debugging

Headword:
λαοτίνακτος
Headword (normalized):
λαοτίνακτος
Headword (normalized/stripped):
λαοτινακτος
IDX:
52124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52125
Key:

Data

{'content': 'stirred by a stone'}