Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαομέδων
λαοξόος
λαοπαθής
λαοπλάνος
λαοπόρος
λᾶος
λαός
λαοσεβής
λαοσόος
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτομέω
λαοτόμος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λάπαγμα
λαπαθοειδής
View word page
λαοτέκτων
a stone-worker

ShortDef

a stone-worker

Debugging

Headword:
λαοτέκτων
Headword (normalized):
λαοτέκτων
Headword (normalized/stripped):
λαοτεκτων
IDX:
52123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52124
Key:

Data

{'content': 'a stone-worker'}