Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λαομέδων
λαομέδων
λαοξόος
λαοπαθής
λαοπλάνος
λαοπόρος
λᾶος
λαός
λαοσεβής
λαοσόος
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτομέω
λαοτόμος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λάπαγμα
View word page
λαοσσόος
rousing

ShortDef

rousing

Debugging

Headword:
λαοσσόος
Headword (normalized):
λαοσσόος
Headword (normalized/stripped):
λαοσσοος
IDX:
52122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52123
Key:

Data

{'content': 'rousing'}