Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λαοθόη
Λάοι
λαοκατάρατος
λαοκρατέομαι
λαοκρίτης
Λαομέδεια
Λαομεδοντιάδης
Λαομεδόντιος
Λαομέδων
λαομέδων
λαοξόος
λαοπαθής
λαοπλάνος
λαοπόρος
λᾶος
λαός
λαοσεβής
λαοσόος
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
View word page
λαοξόος
sculptor

ShortDef

sculptor

Debugging

Headword:
λαοξόος
Headword (normalized):
λαοξόος
Headword (normalized/stripped):
λαοξοος
IDX:
52114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52115
Key:

Data

{'content': 'sculptor'}