Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λαόδοκος
λαοδόκος
Λαοθόη
Λάοι
λαοκατάρατος
λαοκρατέομαι
λαοκρίτης
Λαομέδεια
Λαομεδοντιάδης
Λαομεδόντιος
Λαομέδων
λαομέδων
λαοξόος
λαοπαθής
λαοπλάνος
λαοπόρος
λᾶος
λαός
λαοσεβής
λαοσόος
λαοσσόος
View word page
Λαομέδων
Laomedon
ShortDef
Laomedon
ruler of the people
Debugging
Headword:
Λαομέδων
Headword (normalized):
λαομέδων
Headword (normalized/stripped):
λαομεδων
IDX:
52112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52113
Key:
Data
{'content': 'Laomedon'}