Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λαοδάμας
λαοδάμας
Λαοδάμεια
Λαοδίκη
λαόδικος
λαοδογματικός
Λαόδοκος
λαοδόκος
Λαοθόη
Λάοι
λαοκατάρατος
λαοκρατέομαι
λαοκρίτης
Λαομέδεια
Λαομεδοντιάδης
Λαομεδόντιος
Λαομέδων
λαομέδων
λαοξόος
λαοπαθής
λαοπλάνος
View word page
λαοκατάρατος
accursed by the people

ShortDef

accursed by the people

Debugging

Headword:
λαοκατάρατος
Headword (normalized):
λαοκατάρατος
Headword (normalized/stripped):
λαοκαταρατος
IDX:
52106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52107
Key:

Data

{'content': 'accursed by the people'}