Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
λαογραφία
λαογράφος
Λαοδάμας
λαοδάμας
Λαοδάμεια
Λαοδίκη
λαόδικος
λαοδογματικός
Λαόδοκος
λαοδόκος
Λαοθόη
Λάοι
λαοκατάρατος
View word page
Λαοδάμας
Laodamas
ShortDef
Laodamas
man-taming
Debugging
Headword:
Λαοδάμας
Headword (normalized):
λαοδάμας
Headword (normalized/stripped):
λαοδαμας
IDX:
52096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52097
Key:
Data
{'content': 'Laodamas'}