Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
λαογραφία
λαογράφος
Λαοδάμας
λαοδάμας
Λαοδάμεια
Λαοδίκη
λαόδικος
λαοδογματικός
Λαόδοκος
λαοδόκος
Λαοθόη
Λάοι
View word page
λαογράφος
officer in charge of enrolments

ShortDef

officer in charge of enrolments

Debugging

Headword:
λαογράφος
Headword (normalized):
λαογράφος
Headword (normalized/stripped):
λαογραφος
IDX:
52095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52096
Key:

Data

{'content': 'officer in charge of enrolments'}