Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
λαογραφία
λαογράφος
Λαοδάμας
λαοδάμας
Λαοδάμεια
Λαοδίκη
λαόδικος
λαοδογματικός
Λαόδοκος
λαοδόκος
Λαοθόη
View word page
λαογραφία
enrolment, census

ShortDef

enrolment, census

Debugging

Headword:
λαογραφία
Headword (normalized):
λαογραφία
Headword (normalized/stripped):
λαογραφια
IDX:
52094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52095
Key:

Data

{'content': 'enrolment, census'}