Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
λαογραφία
λαογράφος
Λαοδάμας
λαοδάμας
Λαοδάμεια
Λαοδίκη
λαόδικος
λαοδογματικός
Λαόδοκος
View word page
Λαόγονος
Laogonus
ShortDef
Laogonus
Debugging
Headword:
Λαόγονος
Headword (normalized):
λαόγονος
Headword (normalized/stripped):
λαογονος
IDX:
52092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52093
Key:
Data
{'content': 'Laogonus'}