Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
λαογραφία
λαογράφος
Λαοδάμας
λαοδάμας
Λαοδάμεια
Λαοδίκη
λαόδικος
λαοδογματικός
View word page
λαοβότειρα
feeder of the people

ShortDef

feeder of the people

Debugging

Headword:
λαοβότειρα
Headword (normalized):
λαοβότειρα
Headword (normalized/stripped):
λαοβοτειρα
IDX:
52091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52092
Key:

Data

{'content': 'feeder of the people'}