Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
λαογραφία
λαογράφος
Λαοδάμας
λαοδάμας
Λαοδάμεια
Λαοδίκη
λαόδικος
View word page
λαξόος
hewn from stone
ShortDef
hewn from stone
Debugging
Headword:
λαξόος
Headword (normalized):
λαξόος
Headword (normalized/stripped):
λαξοος
IDX:
52090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52091
Key:
Data
{'content': 'hewn from stone'}