Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
λαογραφία
λαογράφος
Λαοδάμας
λαοδάμας
Λαοδάμεια
Λαοδίκη
View word page
λάξις
an allotment of land

ShortDef

an allotment of land

Debugging

Headword:
λάξις
Headword (normalized):
λάξις
Headword (normalized/stripped):
λαξις
IDX:
52089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52090
Key:

Data

{'content': 'an allotment of land'}