Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάξ
λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
λαογραφία
λαογράφος
Λαοδάμας
λαοδάμας
Λαοδάμεια
View word page
λάξιμος
hewn

ShortDef

hewn

Debugging

Headword:
λάξιμος
Headword (normalized):
λάξιμος
Headword (normalized/stripped):
λαξιμος
IDX:
52088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52089
Key:

Data

{'content': 'hewn'}