Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λανθάνω
λάξ
λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
λαογραφία
λαογράφος
Λαοδάμας
λαοδάμας
View word page
λαξικός
tax on stone-cutting

ShortDef

tax on stone-cutting

Debugging

Headword:
λαξικός
Headword (normalized):
λαξικός
Headword (normalized/stripped):
λαξικος
IDX:
52087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52088
Key:

Data

{'content': 'tax on stone-cutting'}