Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λανθανόντως
λανθάνω
λάξ
λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
λαογραφία
λαογράφος
Λαοδάμας
View word page
λαξεύω
to hew in stone

ShortDef

to hew in stone

Debugging

Headword:
λαξεύω
Headword (normalized):
λαξεύω
Headword (normalized/stripped):
λαξευω
IDX:
52086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52087
Key:

Data

{'content': 'to hew in stone'}