Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάμψις
λανθανόντως
λανθάνω
λάξ
λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
λαογραφία
λαογράφος
View word page
λαξευτός
hewn out of the rock

ShortDef

hewn out of the rock

Debugging

Headword:
λαξευτός
Headword (normalized):
λαξευτός
Headword (normalized/stripped):
λαξευτος
IDX:
52085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52086
Key:

Data

{'content': 'hewn out of the rock'}