Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λάμψακος
λάμψις
λανθανόντως
λανθάνω
λάξ
λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
λαογραφία
View word page
λαξευτικός
of or for a stone-cutter or his art
ShortDef
of or for a stone-cutter or his art
Debugging
Headword:
λαξευτικός
Headword (normalized):
λαξευτικός
Headword (normalized/stripped):
λαξευτικος
IDX:
52084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52085
Key:
Data
{'content': 'of or for a stone-cutter or his art'}