Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λαμψακηνός
Λάμψακος
λάμψις
λανθανόντως
λανθάνω
λάξ
λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
Λαόγονος
λαογραφέω
View word page
λαξευτής
stone-hewer
ShortDef
stone-hewer
Debugging
Headword:
λαξευτής
Headword (normalized):
λαξευτής
Headword (normalized/stripped):
λαξευτης
IDX:
52083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52084
Key:
Data
{'content': 'stone-hewer'}