Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαμυρία
λαμυρός
Λαμψακηνός
Λάμψακος
λάμψις
λανθανόντως
λανθάνω
λάξ
λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
λάξιμος
λάξις
λαξόος
λαοβότειρα
View word page
λάξευσις
cutting of stone

ShortDef

cutting of stone

Debugging

Headword:
λάξευσις
Headword (normalized):
λάξευσις
Headword (normalized/stripped):
λαξευσις
IDX:
52081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52082
Key:

Data

{'content': 'cutting of stone'}