Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαμπυρίς
λάμπω
Λάμπων
Λαμπώνιος
λαμυρία
λαμυρός
Λαμψακηνός
Λάμψακος
λάμψις
λανθανόντως
λανθάνω
λάξ
λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
λαξικός
View word page
λανθάνω
to escape notice, to be unknown, unseen, unnoticed

ShortDef

to escape notice, to be unknown, unseen, unnoticed

Debugging

Headword:
λανθάνω
Headword (normalized):
λανθάνω
Headword (normalized/stripped):
λανθανω
IDX:
52077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52078
Key:

Data

{'content': 'to escape notice, to be unknown, unseen, unnoticed'}