Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαμπυρίζω
λαμπυρίς
λάμπω
Λάμπων
Λαμπώνιος
λαμυρία
λαμυρός
Λαμψακηνός
Λάμψακος
λάμψις
λανθανόντως
λανθάνω
λάξ
λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
λαξευτός
λαξεύω
View word page
λανθανόντως
secretly
ShortDef
secretly
Debugging
Headword:
λανθανόντως
Headword (normalized):
λανθανόντως
Headword (normalized/stripped):
λανθανοντως
IDX:
52076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52077
Key:
Data
{'content': 'secretly'}