Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαμπτηροφόρος
Λαμπτρεύς
λαμπυρίζω
λαμπυρίς
λάμπω
Λάμπων
Λαμπώνιος
λαμυρία
λαμυρός
Λαμψακηνός
Λάμψακος
λάμψις
λανθανόντως
λανθάνω
λάξ
λαξεία
λάξευμα
λάξευσις
λαξευτήριον
λαξευτής
λαξευτικός
View word page
Λάμψακος
Lampsacus

ShortDef

Lampsacus

Debugging

Headword:
Λάμψακος
Headword (normalized):
λάμψακος
Headword (normalized/stripped):
λαμψακος
IDX:
52074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52075
Key:

Data

{'content': 'Lampsacus'}